lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα βουλγαρικά

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
въртя, оборот, революция
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα βουλγαρικά, въртя στα ελληνικά
στρίβω στα βουλγαρικά