lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποχρεώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
υποχρεώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
зменшити, зменшувати, змусити, змусьте, змушувати, обмежити, обмежувати, перешкоджати, перешкодити, погрозіть, понижати, понизити, потрясіть, примусити, примусьте, примушувати, присилувати, підкорити, підкорювати, підкоряти, розтрощити, силувати, скоротити, скорочувати, спонукайте, спонукати, стримати, стримувати, трощити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υποχρεώνω, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω στα ουκρανικά, зменшити στα ελληνικά
υποχρεώνω στα ουκρανικά