lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενστικτώδης στα τσεχική

Λέξη:
ενστικτώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
bezděčný, instinktivní, pudový
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ενστικτώδης, ενστικτώδης στα τσεχική, bezděčný στα ελληνικά
ενστικτώδης στα τσεχική