lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θορυβώδης στα τσεχική

Λέξη:
θορυβώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
bouřlivý, halasný, hlasitý, hlučný, hřmotný, křiklavý, nespoutaný, nápadný, ostrý, prudký, výtržník, znělý, zvučný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική θορυβώδης, ο θορυβώδης, θορυβώδης συνώνυμα, θορυβώδης αναπνοή, θορυβώδης στα τσεχική, bouřlivý στα ελληνικά
θορυβώδης στα τσεχική