lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θορυβώδης στα ουκρανικά

Λέξη:
θορυβώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
безладний, брутальний, великий, галасливий, голосний, голосовий, гомінкий, гомінливий, гучний, жахливий, знесилення, зухвалий, крикливий, міцний, окличний, повнозвучний, структура, тріскотіння, шумливий, шумний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θορυβώδης, ο θορυβώδης, θορυβώδης συνώνυμα, θορυβώδης αναπνοή, θορυβώδης στα ουκρανικά, безладний στα ελληνικά
θορυβώδης στα ουκρανικά