lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμηρός στα γερμανικά

Λέξη:
αιχμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
akut, beißend, ernst, grell, hart, heiß, herb, kreischend, rau, reißend, scharf, schneidend, schrill, spitz, stechend, streng
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αιχμηρός, αιχμηρός στα γερμανικά, akut στα ελληνικά
αιχμηρός στα γερμανικά