lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουβαλώ στα δανική

Λέξη:
κουβαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
køre, føre
Σχετικές λέξεις:
δανική κουβαλώ, ονειροκριτης κουβαλαω, κουβαλώ συνώνυμα, κουβαλώ στα δανική, køre στα ελληνικά
κουβαλώ στα δανική