lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πάτωμα στα τσεχική

Λέξη:
πάτωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
důvod, hlína, hrouda, kraj, lidstvo, lidé, národ, oblast, podlaha, pozemek, příčina, půda, společnost, svět, terén, zem, zemina, země, území
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πάτωμα, πάτωμα τσανακλίδου, πάτωμα τάνια τσανακλίδου στιχοι, πάτωμα τάνια τσανακλίδου, πάτωμα στίχοι, πάτωμα εξωτερικού χώρου-deck, πάτωμα στα τσεχική, důvod στα ελληνικά
πάτωμα στα τσεχική