lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγομαι στα τσεχική

Λέξη:
πνίγομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
mizet, potopit, potápět, rozmrazit, rozmrznout, rozpouštět, rozpustit, roztavit, roztát, smíchat, tavit, topit, tát, utopit, utápět, zapustit, zatopit, zkapalnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πνίγομαι, πνίγομαι στον ύπνο μου, πνίγομαι στον ύπνο, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, πνίγομαι πνίγεσαι, πνίγομαι ονειροκρίτης, πνίγομαι στα τσεχική, mizet στα ελληνικά
πνίγομαι στα τσεχική