lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσεκτικός στα τσεχική

Λέξη:
προσεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
bedlivý, chytrý, moudrý, mudrc, obezřelý, obezřetný, ohleduplný, opatrný, ostražitý, pozorný, promyšlený, prozíravý, předvídavý, rezervovaný, rozmyslný, rozumný, rozvážný, uvážený, uvážlivý, vyhrazený, zdrženlivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική προσεκτικός, προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, προσεκτικός συνώνυμο, προσεκτικός συνώνυμα, προσεκτικός στα αγγλικά, προσεκτικός στα τσεχική, bedlivý στα ελληνικά
προσεκτικός στα τσεχική