lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπερισχύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dominate, outbalance, outweigh, overweigh, predominate, preponderate, prevail
υπερισχύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dominovat, ovládat, převládat, převládnout, vládnout, zvítězit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dominieren, vorherrschen, wiegen, überwiegen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dominere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dominar, predominar, preponderar, prevalecer, prevaler
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dominer, prédominer, prévaloir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dominare, predominare, prelevare, prevalere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dominere, dominert
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
господствовать, перевешивать, преобладать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dominera
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пераважаць, перавешваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vallita
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prevagnuti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dominar, predominar, preponderar, prevalece, prevalecer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
важити, відкиньте, зважити, зважувати, обмірковувати, обміркувати, особливість, панувати, переважати, переважити, переважок, переважте, переважувати, перевищити, перевищувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przeważać

Σχετικές λέξεις

υπερισχύω in english, υπερισχύω συνωνυμα