lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαμέρισμα στα φινλανδικά

Λέξη:
διαμέρισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
asunto, huoneisto, asuminen, asumus, koti, majapaikka, majoitus
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διαμέρισμα, διαμέρισμα στο κέντρο της θεσσαλονίκης, διαμέρισμα στο βόλο, διαμέρισμα προς πώληση στην αθήνα, διαμέρισμα προς ενοικίαση θεσσαλονίκη, διαμέρισμα προς ενοικίαση αθήνα, διαμέρισμα στα φινλανδικά, asunto στα ελληνικά
διαμέρισμα στα φινλανδικά