lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανώμαλος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανώμαλος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
acidentado, anormal, anómalo, deforme, desigual, desordenado, equivocado, erróneo, escabroso, incorrecto, irregular, ocasional, áspero
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανώμαλος, ανώμαλος στα πορτογαλικά, acidentado στα ελληνικά
ανώμαλος στα πορτογαλικά