lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρέκλα στα φινλανδικά

Λέξη:
καρέκλα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
istuin, nojatuoli, tuoli
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά καρέκλα, καρέκλα φαγητού, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα μασάζ, καρέκλα θηλασμού, καρέκλα επισκέπτη, καρέκλα στα φινλανδικά, istuin στα ελληνικά
καρέκλα στα φινλανδικά