lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρέκλα στα δανική

Λέξη:
καρέκλα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
lænestol, stol
Σχετικές λέξεις:
δανική καρέκλα, καρέκλα φαγητού, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα μασάζ, καρέκλα θηλασμού, καρέκλα επισκέπτη, καρέκλα στα δανική, lænestol στα ελληνικά
καρέκλα στα δανική