lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρέκλα στα λευκορωσίας

Λέξη:
καρέκλα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
крэсла, падстаўка, стул, я
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας καρέκλα, καρέκλα φαγητού, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα μασάζ, καρέκλα θηλασμού, καρέκλα επισκέπτη, καρέκλα στα λευκορωσίας, крэсла στα ελληνικά
καρέκλα στα λευκορωσίας