lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρέκλα στα πορτογαλικά

Λέξη:
καρέκλα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
asmento, assento, cadeira, poltrona, sitio
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καρέκλα, καρέκλα φαγητού, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα μασάζ, καρέκλα θηλασμού, καρέκλα επισκέπτη, καρέκλα στα πορτογαλικά, asmento στα ελληνικά
καρέκλα στα πορτογαλικά