lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φουσκώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
balloon, bloat, bulge, flaunt, inflate, pout
φουσκώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nadmout, nadout, nadýmat, nafouknout, nafukovat, nahustit, vzdouvat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufblasen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abotagarse, ahuecar, hinchar, hincharse, inflar, inflarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ballonner, bouffer, bouffir, bouler, boursoufler, enfler, gonfler, renfler, rengorger
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
enfiare, gonfiare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надувать
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абдурваць, ашукваць, махляваць, напінаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paisua, paisuttaa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виконайтеся, вчинити, вчиняти, дитина, зайнятися, зробити, козеня, надимати, надувати, надути, ошукувати, робити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nadymać

Σχετικές λέξεις

φουσκώνω στα αγγλικά