lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φρίκη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atrociousness, atrocity, awfulness, ghastliness, hideousness, horror
φρίκη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hrůza, krutost, ohavnost, ukrutnost, zděšení, zvěrstvo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entsetzlichkeit, gräuel, scheußlichkeit, schrecklichkeit, ungeheuerlichkeit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abominación, atrocidad, horror
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atrocité, horreur, énormité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mostruosità, orrore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grusomhet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жуткость, зверство, чудовищность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräslighet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зверство, ужас
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
metsikus, õudus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirmuteko, hirmutyö, hirveys
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
atrocitás, rémtett
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atrocidade, horror
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
okropność

Σχετικές λέξεις

φρίκη στη δημοσιότητα φωτογραφίες με αμερικανούς πεζοναύτες να πυρπολούν νεκρούς, φρίκη στα φάρσαλα, φρίκη στην καλλιθέα, φρίκη τον έκαψε και του έφαγε το πόδι μπροστά στην κάμερα, φρίκη στην καλλιθέα τεμαχισμένα ανθρώπινα πόδια σε σκουπιδοτενεκέ, φρίκη στη φιλοθέη, φρίκη συνώνυμα, φρίκη προκαλεί η αποκάλυψη κυριακάτικης εφημερίδας (πρώτο θέμα) ότι ένα κομμάτι του συριζα, φρίκη στην άρτα αλβανοί βίασαν ανήλικη μπροστά στον πατέρα της, φρίκη στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο