lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φτώχεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adversity, bareness, destitution, hardship, misery, necessity, penury, poorer, poverty, sufferance, want
φτώχεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bída, chudoba, chudost, mizérie, nedostatek, nouze, nuzota, potřeba, ubohost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armut, bedarf, bedürfnis, elend, jammer, not, unheil
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
armod, elendighed, fattigdom, nød
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desdicha, estrechez, indigencia, menester, mezquindad, miseria, necesidad, penuria, pobreza
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
besoin, disette, dèche, dénuement, indigence, misère, mouise, paumier, pauvreté, purée, pénurie, savate
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bisogno, carestia, esigenza, indigenza, miseria, necessità, penuria, povertà, squallore, stento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
armod, elendighet, fattigdom, nød
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бедность, горе, нищета, нужда, скудость, убожество
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elände, fattigdom, nöd
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varfëri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бедност, нужда
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
беднасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vaesus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hätä, kurjuus, köyhyys, tarve
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeda, siromaštvo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szegénység
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skurdas, skurdumas, vargas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indigência, menestrel, miséria, necessidade, pobreza
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
chudoba
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бідність, злидень, злидні, необхідність, нещастя, потреба, розрідженість, убозтво
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bieda, ubóstwo

Σχετικές λέξεις

φτώχεια ελλάδα, φτώχεια και αριστοκρατία 1959, φτώχεια συνώνυμα, φτώχεια ορισμός, φτώχεια που με κουρέλιασες, φτώχεια στην ευρώπη, φτώχεια ελστατ, φτώχεια και αριστοκρατία, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός, φτώχεια αίτια