lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έπαλξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bank, bulwark, dike, embankment, pier, rampant, rampart, shaft
έπαλξη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hradba, hráz, molo, násyp, přehrada, záštita
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
damm, deich, staudamm, wall, welle
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dam, dige, dæmning, stråle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dique, malecón, muralla, terraplén, árbol
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barrage, boulevard, brise-mottes, déchargeoir, jetée, pare-éclats, rempart, vilebrequin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
albero, argine, baluardo, bastione, diga, riparo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dam, demning, stråle, voll
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вал, дамба, запруда, плотина
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
axel, stråle, vall
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вал
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вал
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tamm
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aallonmurtaja, pato, valli
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brana
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gát, töltés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pylimas, užtvanka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dique, muralha, rodilha
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
baraj
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hriadeľ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
банк, берег, вал, валик, дамба, насип
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wał

Σχετικές λέξεις

έπαλξη ορισμός, έπαλξη ανασυγκρότησης κέντρου, έπαλξη συνώνυμα, έπαλξη λεξικο