lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα τσεχική

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (41):
chlácholit, hladit, konejšit, krotit, lichotit, mírnit, nadlehčit, nasytit, odlehčit, oslabit, pacifikovat, pomoci, pomoct, snížit, sytit, tišit, tlumit, uchlácholit, uklidnit, uklidňovat, ukojit, ukonejšit, ulehčit, ulevit, upevnit, upokojit, uspokojit, utišit, utlumit, utěšovat, uvolnit, vyhovět, zeslabit, zjemnit, zlehčit, zmenšit, zmírnit, zmírňovat, změkčit, ztichnout, ztlumit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα τσεχική, chlácholit στα ελληνικά
κατευνάζω στα τσεχική