lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμερόληπτος στα αγγλικά

Λέξη:
αμερόληπτος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (11):
candid, detached, disinterested, dispassionate, equitable, fair-minded, impartial, neutral, objective, unbiased, unprejudiced
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αμερόληπτος, αμερόληπτοσ τι σημαινει, αμερόληπτος συνωνυμο, αμερόληπτος σημασια, αμερόληπτος σημαίνει, αμερόληπτος ορισμος, αμερόληπτος στα αγγλικά, candid στα ελληνικά
αμερόληπτος στα αγγλικά