lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμερόληπτος στα ουκρανικά

Λέξη:
αμερόληπτος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (33):
байдужий, безкорисливий, безособовий, безсторонній, безтурботний, білявий, відділений, законний, зараз, значний, критичний, навіть, неупереджений, парний, плоский, посередній, прекрасний, приємний, просто, процесуальний, русявий, рівний, рівномірний, саме, світлий, справедливий, судовий, тільки, чесний, чималий, щойно, ярмарок, індиферентний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αμερόληπτος, αμερόληπτοσ τι σημαινει, αμερόληπτος συνωνυμο, αμερόληπτος σημασια, αμερόληπτος σημαίνει, αμερόληπτος ορισμος, αμερόληπτος στα ουκρανικά, байдужий στα ελληνικά
αμερόληπτος στα ουκρανικά