αμερόληπτος στα αγγλικά αμερόληπτος στα τσεχική αμερόληπτος στα γερμανικά αμερόληπτος στα δανική αμερόληπτος στα ισπανικά αμερόληπτος στα γαλλικά αμερόληπτος στα ιταλικά αμερόληπτος στα νορβηγικά αμερόληπτος στα ρωσικά αμερόληπτος στα σουηδικά αμερόληπτος στα λευκορωσίας αμερόληπτος στα φινλανδικά αμερόληπτος στα κροατικά αμερόληπτος στα ουγγρική αμερόληπτος στα λιθουανική αμερόληπτος στα πορτογαλικά αμερόληπτος στα σλοβακική αμερόληπτος στα ουκρανικά αμερόληπτος στα πολωνική
εφαρμόζω αόριστος προνοητικότητα ορισμος αληθινός άντρας επιστάτης κιμούλης