lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιχειρηματολογώ στα αγγλικά

Λέξη:
επιχειρηματολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 16)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
argue, plead, submit, assert, command, confirm, demonstrate, lead, prove, vindicate
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά επιχειρηματολογώ, επιχειρηματολογώ στα αγγλικά, argue στα ελληνικά
επιχειρηματολογώ στα αγγλικά