lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιχειρηματολογώ στα τσεχική

Λέξη:
επιχειρηματολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 16)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
argumentovat, demonstrovat, dokazovat, dokázat, ovládat, poručit, projevit, prokazovat, prokázat, prozrazovat, předvést, rozkazovat, rozkázat, svědčit, ukazovat, ukázat, velet, znázornit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επιχειρηματολογώ, επιχειρηματολογώ στα τσεχική, argumentovat στα ελληνικά
επιχειρηματολογώ στα τσεχική