lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιχειρηματολογώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
επιχειρηματολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 16)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
acautelar, argumentar, assinalar, justificar, mandar, mostrar, prescrever, provar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επιχειρηματολογώ, επιχειρηματολογώ στα πορτογαλικά, acautelar στα ελληνικά
επιχειρηματολογώ στα πορτογαλικά