lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιχειρηματολογώ στα νορβηγικά

Λέξη:
επιχειρηματολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 16)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
argumentere, argumenters, anføre, bevise, demonstrere, godtgjøre, kommandere, lede
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά επιχειρηματολογώ, επιχειρηματολογώ στα νορβηγικά, argumentere στα ελληνικά
επιχειρηματολογώ στα νορβηγικά