lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιχειρηματολογώ στα γερμανικά

Λέξη:
επιχειρηματολογώ (Αριθμός των γραμμάτων: 16)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
anführen, angeführt, argumentieren, befehlen, befehligen, beweisen, demonstrieren, erweisen, führen, kommandieren, zeigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επιχειρηματολογώ, επιχειρηματολογώ στα γερμανικά, anführen στα ελληνικά
επιχειρηματολογώ στα γερμανικά