lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βερνίκι στα βουλγαρικά

Λέξη:
βερνίκι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (4):
боя, краска, цвят, глеч
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά βερνίκι, βερνίκι υψηλής θερμοκρασίας, βερνίκι πολυουρεθάνης, βερνίκι ξύλου τιμή, βερνίκι ξύλου, βερνίκι νυχιών, βερνίκι στα βουλγαρικά, боя στα ελληνικά
βερνίκι στα βουλγαρικά