lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βερνίκι στα ουκρανικά

Λέξη:
βερνίκι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
барва, відполірувати, відшліфувати, зашарітися, колір, начистити, полірувати, політура, почервоніти, ринути, розквіт, розквітати, розцвіт, струмінь, фарба, фарбування, хлинути, цвісти, цвіт, цвітіння, червоніти, шаріти, шарітися, шліфувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βερνίκι, βερνίκι υψηλής θερμοκρασίας, βερνίκι πολυουρεθάνης, βερνίκι ξύλου τιμή, βερνίκι ξύλου, βερνίκι νυχιών, βερνίκι στα ουκρανικά, барва στα ελληνικά
βερνίκι στα ουκρανικά