lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαγαζί στα βουλγαρικά

Λέξη:
μαγαζί (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (6):
дело, лихва, магазин, работа, сделка, търговия
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά μαγαζί, μαγαζί φώτη σεργουλόπουλου, μαγαζί του τζαβέλλα, μαγαζί του ζαβλανού, μαγαζί ονειροκρίτης, μαγαζί με βότανα στην αθήνα, μαγαζί στα βουλγαρικά, дело στα ελληνικά
μαγαζί στα βουλγαρικά