lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαγαζί στα δανική

Λέξη:
μαγαζί (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
affære, anliggende, arbejd, arbejde, bedrift, butik, forretning, handel, interesse, job, lager, opgave, rente, sag, sak, ærende
Σχετικές λέξεις:
δανική μαγαζί, μαγαζί φώτη σεργουλόπουλου, μαγαζί του τζαβέλλα, μαγαζί του ζαβλανού, μαγαζί ονειροκρίτης, μαγαζί με βότανα στην αθήνα, μαγαζί στα δανική, affære στα ελληνικά
μαγαζί στα δανική