lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα εσθονική

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (8):
defitsiit, eksitus, pahe, puudujääk, puudus, viga, laik, plekk
Σχετικές λέξεις:
εσθονική ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα εσθονική, defitsiit στα ελληνικά
ελάττωμα στα εσθονική