lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα γερμανικά

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
behaupten, bejahen, bekräftigen, bestätigen, beteuern, feststellen, sichern, vergewissern, versichern, versprechen, vorgeben, zusichern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα γερμανικά, behaupten στα ελληνικά
βεβαιώνω στα γερμανικά