lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα δανική

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
bekræfte, bestyrke, bevise, borgen, fastslå, forsikre, forvisse, garanti, hende, love, påstå, sikre, trygge
Σχετικές λέξεις:
δανική βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα δανική, bekræfte στα ελληνικά
βεβαιώνω στα δανική