lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα σουηδικά

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
bejaka, konstatera, påstå, stadfästa, borgen, garantera, garanti, säkerhet
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα σουηδικά, bejaka στα ελληνικά
βεβαιώνω στα σουηδικά