lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (13):
дзяўбці, завучваць, завяраць, запэўніваць, засведчваць, пацвярджаць, паўтараць, пераконваць, сцвярджаць, угрунтоўваць, умацоўваць, упэўніваць, усталёўваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα λευκορωσίας, дзяўбці στα ελληνικά
βεβαιώνω στα λευκορωσίας