lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βεβαιώνω στα ρωσικά

Λέξη:
βεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
подтверждать, удостоверять, констатировать, твердить, утверждать, гарантировать, заверять, уверять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βεβαιώνω, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα ρωσικά, подтверждать στα ελληνικά
βεβαιώνω στα ρωσικά