lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιππεύω στα γερμανικά

Λέξη:
ιππεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
befahrene, fahren, gefahren, gehen, heimfahren, hinfahren, reiten, rennen, steuern, reisen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ιππεύω, ιππεύω στα γερμανικά, befahrene στα ελληνικά
ιππεύω στα γερμανικά