lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιππεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
ιππεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
вести, ходити, подорожувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ιππεύω, ιππεύω στα ουκρανικά, вести στα ελληνικά
ιππεύω στα ουκρανικά