lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονάδα στα ουκρανικά

Λέξη:
μονάδα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
апарат, діяч, людина, одиниця, особа, особистість, підрозділ, тотожність, установка, чоловік, ідентичність, індивідуальність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μονάδα, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα οικογενειακής θεραπείας, μονάδα μέτρησης πόνου, μονάδα στα ουκρανικά, апарат στα ελληνικά
μονάδα στα ουκρανικά