lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παρών στα γερμανικά

Λέξη:
παρών (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
anwesend, anwesender, beiwohnen, gängig, gegenwärtig, geläufig, jetzig, momentan, gegenwart, geschenk
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά παρών, παρών σε ψηφοφορία, παρών παρόν, παρών παρούσα παρόν, παρών παρούσα, παρών επί τησ αρχήσ, παρών στα γερμανικά, anwesend στα ελληνικά
παρών στα γερμανικά