lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παρών στα δανική

Λέξη:
παρών (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
gave, nærværende, nutid, nuværende, present, tilstede, tilstedeværende, nu, nytid
Σχετικές λέξεις:
δανική παρών, παρών σε ψηφοφορία, παρών παρόν, παρών παρούσα παρόν, παρών παρούσα, παρών επί τησ αρχήσ, παρών στα δανική, gave στα ελληνικά
παρών στα δανική