lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παρών στα ουκρανικά

Λέξη:
παρών (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
дарувати, дарунок, нинішній, подарувати, подарунок, представити, представляти, презентувати, присутній, сучасний, теперішній
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παρών, παρών σε ψηφοφορία, παρών παρόν, παρών παρούσα παρόν, παρών παρούσα, παρών επί τησ αρχήσ, παρών στα ουκρανικά, дарувати στα ελληνικά
παρών στα ουκρανικά