συγκλονίζω στα αγγλικά συγκλονίζω στα τσεχική συγκλονίζω στα δανική συγκλονίζω στα ισπανικά συγκλονίζω στα γαλλικά συγκλονίζω στα ιταλικά συγκλονίζω στα νορβηγικά συγκλονίζω στα ρωσικά συγκλονίζω στα σουηδικά συγκλονίζω στα λευκορωσίας συγκλονίζω στα εσθονική συγκλονίζω στα φινλανδικά συγκλονίζω στα ουγγρική συγκλονίζω στα πορτογαλικά συγκλονίζω στα ουκρανικά συγκλονίζω στα πολωνική
λαίμαργος στα ρωσικά εκμηδενίζω στα τσεχική μάχομαι στα πορτογαλικά πνίγω στα γαλλικά ακοή στα αγγλικά
μάχομαι αρχικοί χρόνοι ακοή νεογέννητου εκμηδενίζω συνώνυμο λαίμαργος βλαστός