lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συγκλονίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appal, dismay, frighten, frightfully, horrify, start, startle, terrify
συγκλονίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
děsit, lekat, plašit, poděsit, polekat, postrašit, vyděsit, vylekat, zastrašit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entsetzen, erschrecken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ryste
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amilanar, atemorizar, aterrar, aterrorizar, espantar, horrorizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abasourdir, affoler, bouleverser, effrayer, horrifier, terrifier, épouvanter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atterrire, sgomentare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ryste, skremme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
напугать, ужасать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestörtning, förfära, ryste
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
жахаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ehmatama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauhistuttaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megrémít, megrémül
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amedrontar, atemorizar, horrorizar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жахати, жахніть, страхати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przerażać

Σχετικές λέξεις

συγκλονίζω συνωνυμο