lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνέπεια στα γερμανικά

Λέξη:
συνέπεια (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (24):
abfolge, absetzung, abstrich, abzug, antrag, aufeinanderfolge, auswirkung, befund, effekt, erfolg, ergebnis, folge, folgerung, fortsetzung, konsequenz, korollar, nachfolge, nachwirkung, reihenfolge, resultat, schluss, schlussfolgerung, vorschlag, wirkung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συνέπεια, συνέπεια τόξου, συνέπεια συνώνυμο, συνέπεια συνωνυμα, συνέπεια στα αγγλικά, συνέπεια ορισμός, συνέπεια στα γερμανικά, abfolge στα ελληνικά
συνέπεια στα γερμανικά