lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνέπεια στα ιταλικά

Λέξη:
συνέπεια (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
conclusione, conseguenza, contraccolpo, deduzione, detrazione, effetto, esito, illazione, mozione, proposta, rimbalzo, ripercussione, risultato, risvolto, seguito, sequenza, successione
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συνέπεια, συνέπεια τόξου, συνέπεια συνώνυμο, συνέπεια συνωνυμα, συνέπεια στα αγγλικά, συνέπεια ορισμός, συνέπεια στα ιταλικά, conclusione στα ελληνικά
συνέπεια στα ιταλικά